- Ἀμφίαλοι
- Ἀμφίαλοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμφίαλοι — ἀμφίαλος of two seas masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίαλος — ἀμφίαλος, ον (Α) 1. (για νησιά) αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα 2. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσες («ἀμφίαλος Κόρινθος») 3. (κυρίως για ζώα) αυτός που ζει στις θάλασσες 4. φρ. «ἀμφίαλοι Ποτειδᾱνος τεθμοί», οι αγώνες τών Ισθμίων, τα … Dictionary of Greek